- τσίτι
- το, Νείδος βαμβακερού υφάσματος με απλή ύφανση και έγχρωμο διάκοσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < αγγλ. city, το εμπορικό τμήμα τού Λονδίνου, ενώ, κατ' άλλη άποψη, < τουρκ. cit].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσίτι — το (λ. αγγλ.), μπαμπακερό ύφασμα με απλή ύφανση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλικο — και καλικό, τό είδος βαμβακερού υφάσματος που έχει διάφορες ονομασίες, αναλόγως τού πάχους του, όπως μαδαπολάμι, πανί, τσίτι, χασές κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. calico < Calicut «Κάλικατ» (ονομ. πόλεως τής Ν. Ινδίας)] … Dictionary of Greek
μπασμάς — ο 1. είδος βαμβακερού υφάσματος χρωματιστού, τσίτι 2. ποσότητα φύλλων καπνού τής ανατολικής Μακεδονίας πεπιεσμένη σε δέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. basma] … Dictionary of Greek
τσιτάκι — το, Ν υποκορ. τού τσίτι … Dictionary of Greek
τόπι — το, Ν 1. μικρή σφαίρα από δέρμα, λάστιχο, ύφασμα ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια («παίξαμε τόπι») 2. δέμα υφάσματος τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου («ένα τόπι τσίτι») 3. βλήμα παλαιού πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο («βάλτε… … Dictionary of Greek